Παράνομοι και καταχρηστικοί όροι σε Δανειακές Συμφωνίες εκ μέρους των Πιστωτικών Ιδρυμάτων στην Κύπρο
Πολύ συχνά γίνεται λόγος για την επιβάρυνση των δανείων με παράνομους τόκους και τόκους υπερημερίας και άλλων χρεώσεων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το νόμιμα οφειλόμενο ποσό των δανείων ενώ πολλές φορές τίθεται το ερώτημα από συμπολίτες μας, ποίο είναι το επιτρεπόμενο ποσοστό τόκων και χρεώσεων που δύναται ένα Πιστωτικό Ίδρυμα να επιβάλει σύμφωνα με την Νομοθεσία σε δανειακές συμφωνίες.
Η ανάγκη των συμπολιτών μας για να πληροφορηθούν σχετικά με το πιο πάνω θέμα, στάθηκε η αφορμή για την συγγραφή αυτού του σύντομου άρθρου.
Κατ’ αρχάς, για να διαπιστωθεί το επιτρεπόμενο ποσοστό τόκου, αρχικό σημείο αναφοράς αποτελεί η ίδια η Συμφωνία Δανείου, στην οποία καθορίζεται το ποσοστό τόκου με το οποίο επιβαρύνεται το Δάνειο. Συνήθως στην Συμφωνία Δανείου, καθορίζεται ότι το επιτόκιο αποτελείται από το Βασικό Επιτόκιο που χρεώνει η εκάστοτε Τράπεζα για το συγκεκριμένο δανειακό προϊόν (ή το κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor ή L1BOR) πλέον το Περιθώριο Επιτοκίου που αποτελεί την προσαύξηση από το Βασικό επιτόκιο. Το συνολικό αυτό επιτόκιο αποτελεί το Συμφωνηθέν Επιτόκιο, δηλαδή το ποσοστό τόκου που συμφωνείται από την Τράπεζα και τον Δανειολήπτη.
Παρά το γεγονός, ότι το Συμφωνηθέν Επιτόκιο είναι καθορισμένο στην ίδια την Συμφωνία Δανείου, σε πολλές περιπτώσεις, το επιτόκιο που τελικά επιβαρύνονται οι Δανειολήπτες, είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, ως εξηγείται πιο κάτω.
Α) Μονομερής αύξηση Επιτοκίου
Σε αρκετές περιπτώσεις, βάσει συγκεκριμένης ρήτρας που περιλαμβάνεται σε Συμφωνίες Δανείου, παρέχεται το δικαίωμα στην Τράπεζα να τροποποιεί μονομερώς το επιτόκιο και μάλιστα χωρίς αιτιολόγηση για την αύξηση του επιτοκίου. Σύμφωνα με τον Νόμο, η οποιαδήποτε ρήτρα περιέχεται σε Συμφωνία Δανείου, που παρέχει το δικαίωμα στην Τράπεζα μονομερούς αύξησης του Περιθωρίου του επιτοκίου, θεωρείται ως ανεφάρμοστη ενώ απαγορεύεται η συμπερίληψη τέτοιας ρήτρας σε Συμφωνίες Δανείου. Συνεπώς η μονομερής αύξηση από το Πιστωτικό Ίδρυμα του Περιθωρίου επιτοκίου πέραν του συμφωνηθέντος ως αναφέρεται στην Συμφωνία Δανείου είναι παράνομη.
Β) Τόκος υπερημερίας
Επιπλέον, συνήθως στις Συμφωνίες Δανείου περιέχεται ρήτρα, η οποία παρέχει το δικαίωμα στο Πιστωτικό ίδρυμα να επιβάλλει τον λεγόμενο τόκο υπερημερίας επί του οφειλομένου ποσού, στις περιπτώσεις που το Δάνειο δεν εξυπηρετείται από τον Δανειολήπτη. Σύμφωνα όμως με την σχετική Νομοθεσία, απαγορεύεται η χρέωση επιπρόσθετου τόκου υπερημερίας πέραν των 2% μονάδων από το Συμφωνηθέν Επιτόκιο σε περιπτώσεις που το Δάνειο δεν εξυπηρετείται. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Νόμος θέτει ανώτατο ποσοστό τόκου υπερημερίας και ως εκ τούτου, αν στην Συμφωνία Δανείου έχει συμφωνηθεί μικρότερος τόκος υπερημερίας, όπως π.χ. 1% ή 1,5% τότε, το Πιστωτικό ίδρυμα δεσμεύεται από την ίδια την Συμφωνία Δανείου και έχει δικαίωμα να επιβάλλει μόνο το συμφωνημένο μικρότερο τόκο υπερημερίας και όχι το ανώτατο ποσοστό τόκου υπερημερίας του 2% που προβλέπει ο Νόμος.
Γ) Ανατοκισμός
Επιπρόσθετα, στις Συμφωνίες Δανείου περιέχεται και ρήτρα ανατοκισμού. Ανατοκισμός είναι η επιβολή τόκου επί των τόκων, δηλαδή, η κεφαλαιοποίηση των οφειλόμενων τόκων του δανειολήπτη, που οδηγεί εμμέσως σε αύξηση του οφειλόμενου ποσού του δανείου. Στον Νόμο ρυθμίζεται και το δικαίωμα ανατοκισμού των Πιστωτικών Ιδρυμάτων, όπου ρητώς ορίζεται ότι απαγορεύεται στα Πιστωτικά Ιδρύματα να ανατοκίζουν πέραν από δύο φορές τον χρόνο.
Δ) Συντελεστής 360 ημερών
Άλλη μία συνήθης πρακτική των Πιστωτικών Ιδρυμάτων που οδηγεί σε έμμεση αύξηση του οφειλόμενου ποσού, είναι ο υπολογισμός του επιτοκίου με συντελεστή ή διαιρέτη 360 ημερών και όχι 365 ημερών ή 366 ημερών (σε δίσεκτο έτος), όσες δηλαδή ημέρες έχει πραγματικά κάθε ημερολογιακό έτος. Αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού, είναι το ποσό του τόκου και κατά συνέπεια του οφειλόμενου ποσού να είναι μεγαλύτερο από το ποσό που θα προέκυπτε αν χρησιμοποιείτο ο συντελεστής του ημερολογιακού έτους. Όπως προνοεί η σχετική Νομοθεσία, κάθε ρήτρα με την οποία υπολογίζεται το επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου στη βάση των 360 ημερών ή άλλου αριθμού ημερών αντί στη βάση των 365 ή 366 ημερών σε περίπτωση δίσεκτου έτους αποτελεί “καταχρηστική ρήτρα” και ως εκ τούτου είναι άκυρη.
Βάσει των ανωτέρω, είναι πολύ σημαντικό, όπως οι Δανειολήπτες, γνωρίζουν επακριβώς τα δικαιώματα τους σε σχέση με την επιβάρυνση των Δανείων τους με παράνομους και καταχρηστικούς τόκους και χρεώσεις, ενώ εφόσον καταχωρείται οποιαδήποτε Αγωγή εναντίον τους, να απαιτούν και να διεκδικούν δικαστικά την αφαίρεση των ποσών που προκύπτουν από τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις, που θα έχει ως αποτέλεσμα την δραστική μείωση και του οφειλόμενου ποσού, σε σχέση με αυτό που διεκδικεί το Πιστωτικό ίδρυμα.
Επίσης, οι Δανειολήπτες, οι οποίοι βρίσκονται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης των πιστωτικών διευκολύνσεων τους, θα πρέπει ομοίως να απαιτούν από τα Πιστωτικά Ιδρύματα όπως συμμορφώνονται με τις πιο πάνω διατάξεις της Νομοθεσίας και να μειώνουν τις απαιτήσεις τους, οι οποίες βασίζονται σε χρώσεις τόκων που απαγορεύονται ή περιορίζονται από την Νομοθεσία.
Για οποιεσδήποτε πληροφορίες ή διευκρινήσεις μπορείτε να επικοινωνήσετε με την δικηγορική μας εταιρεία Χρίστος Παρασκευάς ΔΕΠΕ στο τηλέφωνο 22432800 ή μέσω EMAIL στην διεύθυνση info@paraskevasllc.com